Εὐστρόφου

Εὐστρόφου
Εὔστροφον
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐστρόφου — εὔστροφος well twisted masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκί — το, Ν είδος ανατολικού άσματος, μελωδικού και εύστροφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şarki «τραγούδι»] …   Dictionary of Greek

  • Κονστάν, Μπενζαμέν — I (Henri Benjamin Constant de Rebecque, Λoζάνη 1767 – Παρίσι 1830). Γάλλος πολιτικός και συγγραφέας, ελβετικής καταγωγής. Σπούδασε σε γερμανικά και αγγλικά πανεπιστήμια. Μετά τη Γαλλική επανάσταση, την οποία αναγνώρισε ως θετικό ιστορικό γεγονός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”